Η κακοδαιμονία των πολιτικών της πολιτικής, Η Βραδυνή

Οι νέοι εκδηλώνουν μια πρωτοφανή αδιαφορία και αποστροφή στα κοινά και ίσως έχουν δίκιο

«Ο σοφός ου πολιτεύσεται» Επίκουρος

Βαθιά απογοήτευση, απέραντη πικρία και αγανάκτηση είναι τα πραγματικά συναισθήματα που κυριαρχούν στους περισσότερους σήμερα, όταν αναφέρονται στους πολιτικούς και τα περί της πολιτικής «τεκταινόμενα».

Η αναξιοπιστία, η διοικητική ανικανότητα και η διαχειριστική απειρία, καθώς και η απουσία Αρχής με ισχυρή προσωπικότητα, συνέπεια λόγου και ευθύνη πράξεων είναι τα στοιχεία εκείνα που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά ενός θλιβερού επαγγελματία και οι προπομποί ταυτόχρονα μιας κοινωνίας ευάλωτης, μιας κοινωνίας ηθικής χρεοκοπίας και πολιτικής έκπτωσης.

Ωστόσο, η μύχια αυτή αποστροφή και δυσθυμία που εκφράζεται περιορίζεται σε ένα περιπατητικό πολιτικό-κομματικό μοιρολόι, το οποίο μερικές φορές μπορεί να απολήγει και σε έντονους λεκτικούς διαξιφισμούς και αντιδραστικές πράξεις, με στόχο κάποιους, κατά τα άλλα περήφανους, επιβήτορες της παρακμής μας.

Γι’ αυτό και σε κάθε περίπτωση το λόγο έχει η κοινωνία και οι πολίτες της, οι οποίοι οφείλουν να νοηματοδοτήσουν έναν οντολογικό προσδιορισμό και ανθρωποκεντρισμό, καθώς επίσης και τη διαμόρφωση ενός ηθικοπλαστικού χαρακτήρα, ως αποτέλεσμα εκπαιδευτικής φιλοσοφίας και αγωγής, στο περιεχόμενο, αυτό καθ’ εαυτό, της πολιτικής έννοιας.

Τα πολιτικά κόμματα

Αλλά και τα πολιτικά κόμματα – θεσμικά συστατικά απαραίτητα στη λειτουργία της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας – στο μεταπολεμικό πολιτικό σκηνικό, με το στυγνό κομματισμό και την πελατειακή αντίληψη που καλλιέργησαν, στις παρθενικές ακόμα σχέσεις τους με τους κομματικοφρονούντες ομοϊδεάτες τους (ιδίως τα μεγάλα κόμματα), δυνάμωσαν και ενίσχυσαν έναν ανυπόφορο συντεχνιακό κρατισμό, υποκαθιστώντας βασικές κρατικές λειτουργίες, στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης των εκάστοτε κομματικών συμφερόντων ή επιδιώξεων.

Βεβαίως, η επιταχυνόμενη σμίκρυνση του κράτους, «υπό την ευρύτερη έννοια», βαθμιαία θα δρομολογήσει την κατάργηση των οδυνηρών πελατειακών σχέσεων.

Και το θεμελιώδες τότε ερώτημα που τυχόν θα προκύψει σχετίζεται άμεσα με την ανασύνταξη της δράσης και την αναδίπλωση του ρόλου του σύγχρονου πολιτικού, ο οποίος πρέπει να ανασκευάσει, να αναμοχλεύσει και να επαναπροσδιορίσει τον πολιτικό του λόγο και τα πολιτικά του επιχειρήματα. Η ίδια η ποιοτική αναβάθμιση της ανθρώπινης κοινωνίας θα εκτρέψει τους ατάλαντους επαγγελματίες της παλαιοπολιτικής, οι οποίοι, με τον κανονικοποιημένο, τυποποιημένο, μονομερώς συνθηματολογικό και αφυδατωμένο από έννοιες και ουσία πολιτικό λόγο, δεν θα μπορούν πλέον να ερμηνεύσουν και να εκφράσουν τους σύγχρονους κοινωνικούς προβληματισμούς.

Έτσι, θα ξαναεπιστρέψουν στο γυάλινο κομματικό πύργο – στο γνώριμο περιβάλλον με τις παγιωμένες κομματικές αντιλήψεις και τις περίεργα στερεότυπες ιδεοληψίες που αυξάνουν την πολιτική τους μυωπία και εναγωνίως τους συντηρούν, ακόμα, στο «πολιτικό γίγνεσθαι».

Οι ανόητες πολιτικές χειρονομίες και τα ανειλικρινή χτυπήματα επιβεβαίωσης στην πλάτη – που μεταφράζονται, από τους ίδιους, σε ανθρώπινες ζεστές σχέσεις – οι ανά την επικράτεια κουμπαριές για δήθεν σύσφιξη σχέσεων με το λαό και διείσδυση στα πλατιά λαϊκά στρώματα – στην ουσία, όμως, για ψηφοθηρικούς λόγους – καθώς επίσης και τα μονότονα επαναλαμβανόμενα και αστεία πολιτικά επιχειρήματα και μεσσιανικά συνθήματα (ίδιον των χαρισματικών ηγετών) κάποια στιγμή θα εκλείψουν υπό το βάρος μιας κοινωνικής δυναμικής, η οποία θα αντιστρατεύεται την πολιτική εμπορευματοποίηση και τον εντυπωσιασμό.

Πολιτικός λόγος

Σχετικά τώρα, με τον πολιτικό λόγο, δυστυχώς και αυτός έχει ενσωματωθεί στο γενικευμένο αγοραίο life style, έχει γίνει μόδα και ως μόδα μπορεί να αλλάζει, να μεταμορφώνεται και να αυτοαναιρείται, όποτε θελήσουν οι εκφραστές του και τα διάφορα κομματικά κέντρα και οι μηχανισμοί της εξουσίας.

Είναι άκρως παρεξηγημένη η υπόθεση του πολιτικού λόγου, εφ’ όσον χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς υπό τη μορφή της μόνιμα επαναλαμβανόμενης διατύπωσης κοινότοπων προτάσεων και αντιπροτάσεων – που πολλές φορές βασίζονται και σε τεκμηριωμένα στοιχεία – με σκοπό να πλήξουν και να αμφισβητήσουν τις πολιτικές απόψεις του αντιπολιτευόμενου κόμματος και να θέσουν τη δημόσια εικόνα του σε αυστηρή κριτική και αναθεώρηση.

Η πρόταση πολιτικής επιχειρηματολογίας γίνεται στο πλαίσιο μιας αυστηρά δομημένης ιδεολογικής ταυτότητας και εντός των δεσμευτικών αρχών του κόμματος. Αντίθετα, θα έπρεπε να υπάρξει ιδεολογική αποσυμφόρηση – αναπροσαρμογή και εκσυγχρονισμός με βάση τους σύγχρονους κοινωνικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς.

Η αρμονική συλλειτουργία ειλικρίνειας και πολιτικής είναι γενναία ρήξη με το πολιτικό κατεστημένο και, ταυτόχρονα, πολιτική εμβάπτιση του φορέα της πολιτικής στη σφαίρα της «τέχνης του εφικτού».

Ο Αριστοτέλης, μέγας φιλόσοφος, στο εγχείρημα προσδιορισμού του περιεχομένου της πολιτικής πράξης αναφέρει: «Η πολιτική ως πρακτική δραστηριότητα προϋποθέτει τη για «νου» ή «λόγου» δυνατότητα συνθέσεως του ατομικού και γενικού συμφέροντος, των ατομικών και νομοτυπικών ή νομολογικών στοιχείων που συναπαρτίζουν τη συνολική κοινωνία».

Η πολιτική δραστηριότητα σε καμία περίπτωση δεν συνιστά μια μονομερή κατεύθυνση από τον πολιτικό στον κοινό άνθρωπο. Αντίθετα, πρόκειται για αμφίδρομη ενέργεια, με ουσιαστικό έρεισμα τη συμμετοχή ενός ευρέως κύκλου προσώπων στις πολιτικές διαδικασίες.

Ο πολιτικός λόγος, σαφέστατα, δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι αποκομμένος από το σώμα της κοινωνίας. Η γένεση του πολιτικού λόγου έχει σχέση με μια ποιοτική κοινωνία, που αντανακλά στην πολιτική δραστηριότητα. Τον πολιτικό λόγο συναρθρώνουν ξεκάθαροι και ρεαλιστικοί κοινωνικοί στόχοι, μορφοποιημένοι σε στρατηγικές και πολιτικά προγράμματα προς υλοποίηση.

Η πολιτική ολοκλήρωση στην πράξη σημαίνει ενεργητική συμμετοχή στη διαδικασία διαρκούς ανανέωσης του κοινωνικού συνόλου.

Τώρα αντιλαμβάνομαι πράγματι τη δυσκολία κατανόησης του νεοδιαμορφωμένου μεταπολιτευτικού πολιτικού λόγου, ο οποίος εδράζεται στη φιλοσοφία (concept) του να μιλάς δίχως να λες απολύτως τίποτα, δίνοντας ωστόσο την εντύπωση ότι λες κάτι ιδιαίτερα σοφό, περισπούδαστο, ακατανόητο, αλλά καθοριστικό για την πορεία αυτού του έθνους.

Έχουμε να κάνουμε με μια νέα μορφή τέχνης, αυτής του άπειρου και της μεγάλης κενότητας, η οποία, εμπλουτισμένη με την κατάλληλη συνθηματολογία – μηνυματολογία, διέγειρε και κατεύθυνε ανθρώπινες σκέψεις, συγκινούσε και προκαλούσε συνειδήσεις, αφήνοντας το στίγμα μιας νέας πολιτικής.

Η τότε δραστική πρόταση «περί αλλαγής» άλλαξε άρδην τη νοοτροπία, τη γλώσσα και τις προτεραιότητες μιας ολόκληρης κοινωνίας, που δίψαγε πραγματικά για κάτι καινούργιο.

Τι έχει απομείνει, αλήθεια, από όλα αυτά. Ενίσχυση του ατομοκεντρισμού, διαστροφή των σχέσεων κράτους – κοινωνίας και επίτευξη της απαράδεκτης διαταξικής (και όχι ενδοταξικής) αναδιανομής του εισοδήματος, που δημιούργησε μια νέα τάξη νεόπλουτων και των περαιτέρω αφανισμό της μεσαίας τάξης.

Σε αυτή τη χώρα δεν υπήρξε ποτέ οργανωμένη στρατηγική σχεδίαση, έστω και λανθασμένη. Τα λάθη μπορούν να διορθωθούν. Τα να παίρνεις, όμως, αποφάσεις ερήμην σχεδίου ή πολιτικής κρίνεται ιδιαιτέρως επικίνδυνο.

Οι πολιτικοί

Οι σημερινοί – ευτυχώς όχι όλοι – επαγγελματίες της πολιτικής απεγνωσμένα φροντίζουν να ανταποκρίνονται στα αιτούμενα της νέας εποχής. Μιας νέας εποχής που δεν δομείται σε ιδέες και αξίες, αλλά σε εικόνες και τηλεοπτικό χρόνο, με στόχο την κωδικοποιημένη επικοινώνηση για εντυπωσιασμό και όχι για επίλυση προβλημάτων.

Πολιτικοί που – ευτυχώς όχι όλοι – λειτουργούν καθ’ υπόδειξιν συμβούλων επικοινωνίας και, συνεπώς, αντί να αφιερωθούν στην αποτελεσματική άσκηση του έργου τους, μαθαίνουν πως να επικοινωνούν καλύτερα.

Πολιτικοί που – ευτυχώς όχι όλοι – πέραν των διαπιστώσεων, μεταθέτουν πάντα την επίλυση των προβλημάτων στο μέλλον.

Στο σύστημα των ηλικιών ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι νέοι, οι οποίοι εκδηλώνουν μια πρωτοφανή αδιαφορία και αποστροφή για την πιθανή ενεργό εμπλοκή τους στην πολιτική. Και γι’ αυτό δεν ευθύνεται μόνον η χρεοκοπία των ιδεολογικών και πολιτικών οραμάτων που γοήτευαν και συνάρπαζαν τα πλήθη, αλλά και η διαμόρφωση του υπάρχοντος πολιτικού σκηνικού, με πολιτικούς που συμπεριφέρονται έχοντας ως αυτοσκοπό τη διεκδίκηση της εξουσίας, με μονότονα, κουραστικά συνθήματα που μόνον πλήξη μπορούν να προσφέρουν. Αλλά και όσοι αποφασίζουν να ασχοληθούν ενεργά με την πολιτική, οι περισσότεροι από αυτούς τη χρησιμοποιούν σαν το μονοπάτι εκείνο που θα τους διευκολύνει στην αναρρίχησή τους σε οποιοδήποτε επίπεδο κομματικής εξουσίας.

Το δυσάρεστο είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των νέων και γενικότερα των ικανών ανθρώπων που έχουν διακριθεί και διαπρέψει στον τομέα επαγγελματικής δράσης τους δύσκολα αποφασίζουν να ασχοληθούν με την εξουσία (ο Macchiavelli στον «Ηγεμόνα» μελετά το πολιτικό φαινόμενο, σχετίζοντάς το με την αποτελεσματικότητα ή αποδοτικότητα της εξουσίας).

Έτσι, αυτοί που πραγματικά θα μπορούσαν να προσφέρουν στην πολιτική εκδηλώνουν συμπεριφορά πρωτοφανούς αδιαφορίας και παραμένουν «εκτός των τειχών» της πολιτικής. Η χαρακτηριστική ένδεια της πολιτικής είναι πασιφανής, όταν οι έχοντες την ευθύνη συμπλήρωσης – διαμόρφωσης των ψηφοδελτίων (κλείσιμο λίστας) προσφεύγουν κυρίως σε αναγκαστικές επιλογές αμιγώς κομματικών στελεχών, με μοναδικό κριτήριο το βαθμό προσήλωσής τους στο κόμμα, δίχως να επιδιώκουν την αναζήτηση και ευρύτερη συμμετοχή (μέσω άλλων διαδικασιών, π.χ. ανάπτυξη πολυδικτύων πληροφόρησης) άλλων καταξιωμένων και αξιόλογων στελεχών της κοινωνίας, με σύγχρονες αντιλήψεις και ικανότητα κατανόησης των προκλήσεων του 21ου αιώνα.