Κάποιες σκέψεις για την ποιητική συλλογή «Ανήσυχη περιπλάνηση» του Α. Ζαΐρη από τον Μ. Κατσιμίτση
-
Category: Δελτία Τύπου
Η ποίηση είναι σαν τα βιτρό. Στα βιτρό δεν βλέπεις τι βρίσκεται πίσω από το τζάμι, ούτε και σε ενδιαφέρει, αλλά θαυμάζεις και τις εικόνες που βρίσκονται σχεδιασμένες σε αυτό. Κατά τρόπο ανάλογο, στην ποίηση, δεν προχωράς πέρα από τις λέξεις. Σταματάς στις εικόνες που σχηματίζουν και τις απολαμβάνεις. Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προχωρήσεις παραπέρα, όπως ακριβώς είναι πολύ δύσκολο να δεις μέσα από ένα βιτρό.
Με αυτό θέλω να επισημάνω ότι στην ποίηση οι λέξεις καθαυτές γίνονται αντικείμενο, παραπέμπουν στον εαυτό τους και γι’ αυτό οι εικόνες είναι κατά κάποιον τρόπο στατικές, ενώ η κίνηση, λόγω της οικονομίας του λόγου, είναι «καταδικασμένη» να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, χωρίς να παραπέμπει σε κάτι πέρα από αυτήν. Έτσι, εντελώς ενδεικτικά, διαβάζουμε στο ποίημα «Δισυπόστατος»: Φόραγαν όλοι/τις ίδιες ταυτότητες/με χαραγμένο/το ίδιο παλιό σημάδι/να φαίνεται η αλλοτρίωση/της ψυχής, που ο ήλιος/πάσχιζε να φωτίσει». Αυτή η στροφή δίνει μια εικόνα η οποία δεν παραπέμπει πουθενά αλλού παρά στον εαυτό της. Το ίδιο και η επόμενη και η επόμενη. Το ίδιο όμως και το σύνολο, δηλαδή ολόκληρο το ποίημα. Δεν μας κατευθύνει σε κάποια άλλα μονοπάτια. Αυτό που κάνει είναι να μας ελκύει με την ομορφιά της και μέσω των εικόνων της να μας θέτει ενδεχομένως προβληματισμούς.
Για να γίνει αυτό περισσότερο κατανοητό, ας σκεφτούμε την άλλη, τη συνηθισμένη χρήση της γλώσσας, αυτήν του πεζού ή δοκιμιακού κειμένου. Εδώ, οι λέξεις χάνονται, για να αποκαλύψουν τις έννοιες και τις εικόνες πίσω από αυτές. Σε ένα δοκίμιο ή σε ένα μυθιστόρημα διαβάζουμε τις λέξεις και αμέσως περνάμε μέσα από αυτές, σαν μέσα από ένα τζάμι, στον κόσμο πέρα από αυτές – άλλοτε καθαρά, άλλοτε όχι, ανάλογα με τη χρήση των λέξεων και το κατά πόσο είναι αυτές κατανοητές. Σε κάθε περίπτωση η ανάγνωση εδώ διαβάζει τις λέξεις για να τις εξαφανίσει. Ένα καλό δοκίμιο και, πολύ περισσότερο, ένα καλό αφήγημα έχει τη βασική ιδιότητα ότι σε κάνει να ξεχνάς ότι διαβάζεις, δηλαδή ότι ασχολείσαι με λέξεις. Ενώ στην ποίηση η λέξη βρίσκεται μπροστά σου, είναι ένα αντικείμενο που σε καλεί να το δεις και να το θαυμάσεις.
Κάνω την παρατήρηση αυτή θέλοντας να δηλώσω τον αναγκαστικά στρεβλωτικό χαρακτήρα των λίγων, λόγω χρόνου, σκέψεων που θα εκφράσω σχετικά με την πρώτη ποιητική συλλογή του Αντώνη Ζαΐρη, η οποία έχει τον τίτλο «Ανήσυχη περιπλάνηση». Η ποίηση δεν είναι για να αναλύεται. Τότε παύει να είναι ποίηση, γίνεται παραμορφωμένο, ίσως και αποτυχημένο, δοκίμιο ή ιστορία. Ωστόσο, η θεωρητική, δηλαδή αναλυτική, προσέγγιση είναι κάτι σχεδόν αναπόφευκτο, όταν θελήσουμε να μιλήσουμε για ποίηση. Αλλά, σε τούτες τις περιπτώσεις κάνουμε αυτό ακριβώς: μιλάμε περί ποίησης και όχι για ποίηση, δηλαδή μιλάμε έχοντας ως αφετηρία, ή πυρήνα, κάποιο ποιητικό έργο ή συγκεκριμένο ποίημα και κυρίως μιλάμε σχετικά με αυτό. Δεν μιλάμε για το έργο καθαυτό.
Γνωρίζοντας επομένως και αποδεχόμενος τον διαστροφικό αυτό ρόλο, δέχθηκα με ιδιαίτερη χαρά την πρόσκληση του Αντώνη να πω δυο λόγια απόψε για την πρώτη του απόπειρα στην ποιητική δημιουργία. Αποφεύγω να τη χαρακτηρίσω, δηλαδή να πω αν είναι καλή ή κακή, καθώς θεωρώ πως η παρουσία μου εδώ είναι δηλωτική της στάσης μου απέναντί της. Απόψε λοιπόν θα αναφερθώ σε ορισμένες όψεις του περιεχομένου της «Ανήσυχης Περιπλάνησης», η οποία πράγματι για μένα ήταν και μια περιπλάνηση αλλά και ανήσυχη. Ήταν μια περιπλάνηση διότι μου δόθηκε η ευκαιρία να περιηγηθώ στα λεκτικά βιτρώ που δημιούργησε για εμάς ο Αντώνης, και να τα θαυμάσω, αλλά ήταν και ανήσυχη, επειδή ακριβώς όπως είπα στην αρχή, έπρεπε να προσπαθήσω να δω πίσω από αυτά ή μάλλον να σκάψω την υπόστασή τους για να βρω νοήματα.
Η «Ανήσυχη Περιπλάνηση» καλύπτει διάφορες θεματικές από τις οποίες ξεχώρισα δύο: την ομορφιά και την ανθρώπινη κατάσταση. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η ενασχόληση με την ομορφιά. Και με αυτό εννοώ το ότι η ομορφιά υπάρχει ως ποιητικό αντικείμενο. Μάλιστα, δύο ποιήματά της συλλογής τιτλοφορούνται απλώς «Ομορφιά», κάτι που είναι μάλλον ασυνήθιστο, αλλά σίγουρα δηλωτικό μιας έγνοιας για την παρουσία, την αναζήτηση ή και τη δημιουργία του ωραίου στη ζωή μας. Κι όταν ένα ποίημα έχει ως αντικείμενο την ομορφιά, τότε η καλύτερη προσέγγισή του είναι η αισθητική, διότι έχουμε μια αυτοαναφορά, δηλαδή ένα ωραίο αντικείμενο που μιλάει για την ομορφιά. Αυτή η αυτοαναφορικότητα είναι μία από τις βασικές ιδιαιτερότητες της γλώσσας και, δη, της ποιητικής και μπορούμε να το βρούμε μόνο σε έργα τέχνης που εξαρτώνται από τη γλώσσα. Αλλά δεν θα σταθώ περισσότερο σε αυτήν τη θεματική, διότι θεωρώ πως η όποια ανάλυσή μου θα συσκοτίσει παρά θα διαφωτίσει, όσο αυτό είναι δυνατό, το αντικείμενό της.
Θα σταθώ κυρίως στην ανθρώπινη κατάσταση, ή μάλλον σε όψεις της ανθρώπινης κατάστασης που διαφαίνονται στην «Ανήσυχη περιπλάνηση». Προφανώς, οι εικόνες της κατάστασης του ανθρώπου που δίνονται εδώ δεν είναι πλήρεις, εξάλλου δεν είναι αυτός ο σκοπός της συλλογής, ώστε να μιλήσει κανείς για τις συνολικές θέσεις του δημιουργού σχετικά με τον άνθρωπο. Ωστόσο, πίσω από τα κομμάτια που μας αποκαλύπτονται μπορεί κανείς, θεωρώ, να αντιληφθεί ορισμένες βασικές ιδέες.
Ως γενική εκτίμηση, η «Ανήσυχη περιπλάνηση» παρουσιάζει μια ιδιαίτερα μελαγχολική εικόνα του ανθρώπου, η οποία μάλιστα φτάνει μέχρι το μαύρο της θλίψης, της απομόνωσης, του θανάτου, όπως καταλήγει στο ποίημα «Στάσεις τρένων»: Τελικά έκανα λάθος τραγικό/η στάση λεγόταν θάνατος/κι η νύχτα απλωνόταν άφωνη,/πνιγμένη στα μαύρα…», ενώ στα «Γαλάζια σύνορα» διαβάζουμε: «Το χαϊδεμένο κύμα αφρίζει,/φουρτούνιασε η θάλασσα,/τα σώματά μας έγιναν ένα/κι η καταχνιά παντού απλώθηκε».
Έχουμε, δηλαδή, την εικόνα του προσώπου που βιώνει την απώλεια είτε ως κάτι αποκλειστικά προσωπικό είτε μαζί με τον Άλλον. Με άλλα λόγια, έχουμε την απουσία της σωτηρίας, η οποία αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη σημεία της φιλοσοφίας της ύπαρξης: το πρόσωπο είναι ριγμένο σε έναν κόσμο χωρίς νόημα, παράλογο, στον οποίο δεν υπάρχει κάποια σωτηρία έξω από αυτό το ίδιο, την οποία και να προσδοκά. Αυτό το «ρίξιμο» του προσώπου στον κόσμο συνεπάγεται τη μοναξιά του, η οποία στην «Ανήσυχη περιπλάνηση» εμφανίζεται επανειλημμένα, είτε έμμεσα, όπως στον «Αγαμέμνονα», όπου ο Αγαμέμνων βγαίνει μόνος για βόλτα, το βράδυ, όταν η πόλη είναι έρημη και μάλιστα κουβαλάει την «παράλογη μορφή» του, είτε άμεσα, όπως στον «Ηγέτη», που αρχίζει ως εξής: «Μου ’κλεισε το μάτι/και προχώρησε μονάχος», ενώ πιο κάτω διαβάζουμε: «και ’γω του ’κλεισα το μάτι/και προχώρησα μονάχος».
Το υπαρξιακό αυτό παράλογο του κόσμου, δηλαδή ενός κόσμου που δεν έχει νόημα, οπότε δεν έχει κάποια λογική, για να ανιχνεύσουμε και να στραφούμε προς αυτήν ώστε να σωθούμε από τη μοναξιά και το φόβο του θανάτου, αυτό το παράλογο που στο πεδίο της ηθικής εμφανίζεται ως απουσία του δίκαιου και του άδικου, είναι μια όψη της ανθρώπινης κατάστασης που δηλώνεται ρητά στην ποιητική αυτή συλλογή. Έτσι στο «Νέος» διαβάζουμε: «Έφυγε άδικα/τόσο νέος…» Λίγο-λίγο, επομένως, αρχίζει να διαμορφώνεται η εικόνα του ανθρώπου της «Ανήσυχης περιπλάνησης»: κι αυτή δεν είναι άλλη από το ότι το πρόσωπο βρίσκεται σε έναν παράλογο κόσμο, χωρίς να υπάρχει δικαιοσύνη, μόνο του, χωρίς κάποια σωτηρία, όπου ακόμα και όταν συναντά τον Άλλον, τον συνάνθρωπό του, το αποτέλεσμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά αλλοτρίωση και, τελικά, ξανά μοναξιά. Διαβάζουμε στον «Έρωτα»: «Η ψυχή άρχισε να ραγίζει/κάθε βήμα ξοπίσω άφηνε βαρύ σημάδι ανθρώπου/που τον έδερνε η θλίψη και η μοναξιά», και τελειώνει: «Και μετά η ροζέ κουρτίνα/έγινε στάχτη,/θύμα της φλογερής αναλαμπής/του χαμένου μας πια/ερωτικού ψιθυρίσματος».
Ακόμα λοιπόν κι ο έρωτας εδώ οδηγεί στην απομόνωση, δεν έχει τη δύναμη να λυτρώσει το πρόσωπο.
Θα ήταν όμως παραπλανητικό, αν έμενα μόνο σε αυτές τις όψεις της ανθρώπινης κατάστασης, έστω κι αν αποτελούν την κυρίαρχη, θεωρώ, οπτική της συλλογής. Διότι, για να αρχίσω από το τέλος, δηλαδή τον έρωτα, ο δημιουργός μας δίνει και μια όμορφη, θετική εικόνα, όπως αυτή φανερώνεται στο «Ερωτικό ψιθύρισμα»: «Κυλιόμενοι στα σποριασμένα/κατάξανθα στάχια/κρύβαμε/την ανεξάντλητη αγάπη/που ένωνε/τα κορμιά μας, αφημένα,/ελεύθερα να μεγαλουργήσουν/πίσω απ’ τη ριχτή ροζέ κουρτίνα/της γύμνιας μας».
Εδώ, βέβαια, θα πρέπει να επισημάνω ότι αμέσως μετά το «Ερωτικό ψιθύρισμα» ακολουθεί το απαισιόδοξο «Έρωτας», όπου η «ροζέ κουρτίνα» γίνεται στάχτη. Ωστόσο, αν και η σειρά υποδηλώνει μια κατεύθυνση, η ερμηνεία ουσιαστικά επαφίεται αποκλειστικά στον αναγνώστη. Μπορεί κανείς να δει μια «φυσική» πορεία, δηλαδή κάτι το αναπόφευκτο, το ανεξάρτητο από τις προθέσεις και τις προσπάθειες των προσώπων, ή το τελικό σημείο μιας πορείας εσφαλμένων επιλογών ή μια προειδοποίηση. Αλλά, όλα αυτά είναι ανεξάρτητα από τα όσα προσφέρουν τα ίδια τα ποιήματα.
Πέραν τούτου, οι αισιόδοξες ακτίνες είναι αλλού πιο άμεσες, όπως στον «Εσπερινό αγάπης»: «Η αίσθηση του ωραίου/και η κριτική της ομορφιάς/πάλλει την ψυχή μου/και τη μετατρέπει/σε χαρμόσυνο καμπαναριό/που το άκουσμά του/αγγίζει την αγνότητα,/την ειλικρίνεια, την αρετή,/καλεσμένες σε τούτον/τον εσπερινό της αγάπης».
Αλλά αυτή η θετική όψη επεκτείνεται και στις ανθρώπινες σχέσεις. Διαβάζουμε στα «Αδέλφια»: «Τραγουδούσαμε την ένωση/σφίξαμε τα χέρια,/φιλούσαμε ο ένας τον άλλον. Και γεμίσαμε κίτρινα,/πράσινα, κόκκινα, γαλάζια σημάδια./Μπήκαν στην ψυχή μας. Τραβήξαμε την ανεμόσκαλα/ο ένας ακολουθούσε τον άλλο,/ταξίδι ως τον ουρανό».
Η «Ανήσυχη περιπλάνηση» λοιπόν δεν είναι μια δυσοίωνη παρουσίαση του ανθρώπου. Αποπνέει μια μελαγχολία, είναι αλήθεια, αλλά από την ίδια τη φύση της είναι θετική. Τι θέλω να πω με αυτό; Το ίδιο το γεγονός της τέχνης είναι από μόνο του θετικό. Η δημιουργία είναι μια πράξη, με την οποία το πρόσωπο, ο δημιουργός, βγαίνει από τον εαυτό του και δίνεται στον άλλον, προσφέροντάς του κομμάτια του εαυτού του. Η τέχνη, ακόμα και στις πιο σκοτεινές της όψεις, είναι ένα άνοιγμα προς τον άλλον. Το άνοιγμα αυτό είναι ένα φανέρωμα και το φανέρωμα με τη σειρά του είναι μια αποκάλυψη, μια αλήθεια, κατά τον γερμανό φιλόσοφο Χάιντεγγερ, όπου η αλήθεια θα πρέπει να κατανοηθεί κατά την αρχαιοελληνική της ετυμολόγηση ως «α» στερητικό + λήθη, δηλαδή αυτό που βγαίνει από τη λήθη. Κι όταν κάτι βγαίνει από τη λήθη και αποκαλύπτεται, τότε έχουμε μια υπενθύμιση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αν προσεγγίσουμε την «Ανήσυχη περιπλάνηση» θα διαπιστώσουμε πως η αποκάλυψη αυτής της μελαγχολικής όψης της ανθρώπινης κατάστασης έχει ως στόχο την υπενθύμισή της σε εμάς, ώστε να επιβεβαιώσουμε και, κυρίως, να προχωρήσουμε παραπέρα. Κι αυτό το παραπέρα μας, η θετική εικόνα της ζωής, μας το φανερώνει υπενθυμίζοντάς μας το.
Άρχισα με χρωματιστά γυαλιά και θα τελειώσω με χρωματιστά γυαλιά. Στο «Μάγο του Οζ», η Ντόροθυ με την παρέα της, μετά από διάφορες περιπέτειες, φτάνουν στη Σμαραγδένια πόλη, όπου θα συναντήσουν τον Μάγο. Στην είσοδο της πόλης βρίσκεται ένας φύλακας, ο οποίος τους δίνει να φορέσουν γυαλιά που θα τους προστατεύσουν από τη λάμψη της πόλης. Τα φοράνε και μπαίνουν στην πόλη και θαυμάζουν τα σμαραγδένια κτίρια. Κάποια στιγμή ένα μέλος της παρέας βγάζει τα γυαλιά. Τότε διαπιστώνει ότι η πόλη είναι απλώς λευκή και ότι τα γυαλιά είχαν το σμαραγδί χρώμα.
Τα λίγα όσα σας είπα απόψε για την «Ανήσυχη περιπλάνηση» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η ανάγνωση του ποιήματος μέσα από τα δικά μου χρωματιστά γυαλιά. Σε τελική ανάλυση ίσως αυτό και να μην έχει καμία σημασία. Διότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να διαβάσει καθένας από εσάς την ποιητική συλλογή του Αντώνη Ζαΐρη με τα δικά του χρωματιστά γυαλιά, ώστε να τη δει όπως ταιριάζει στη δική του προσωπικότητα. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πού θα σταθείτε και ποιο ή ποια από τα 52 ποιήματα θα προτιμήσετε. Αυτό όμως που ξέρω πολύ καλά είναι ότι θα τα απολαύσετε.
Κριτική του Μιχάλη Κατσιμίτση, διδάκτωρ φιλοσοφίας - μεταφραστή
Παρακολουθήστε υλικό από την εκδήλωση παρουσίασης της ποιητικής συλλογής.